καταβλώσκω

καταβλώσκω
καταβλώσκω (Α)
1. κατέρχομαι, κατεβαίνω
2. (για ποτάμι) διέρχομαι, περνώ διά μέσου κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + βλώσκω «έρχομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταβλώσκοντα — καταβλώσκω go down pres part act neut nom/voc/acc pl καταβλώσκω go down pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβλώσκοντι — καταβλώσκω go down pres part act masc/neut dat sg καταβλώσκω go down pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβλώσκειν — καταβλώσκω go down pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβλώσκοντας — καταβλώσκω go down pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλώσκω — (Α) 1. έρχομαι, προχωρώ 2. φρ. α) «εἰς ὕποπτα βλώσκω τινί» υποπτεύομαι, υποψιάζομαι κάποιον β) «διὰ μάχης μαθεῑν τινι» η εμπλοκή κάποιου σε μάχη. γ) «μολὼν λαβέ» έλα να τα πάρεις, έλα και πάρε τα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το θ. του ενεστ. βλώσκω …   Dictionary of Greek

  • καταμολίσκω — (Α) καταβλώσκω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μολ ίσκω (< θ. μολ τού αορ. β ἔ μολ ον τού ρ. βλώσκω «έρχομαι» + επίθημα ίσκ ω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”